- κούρεος
- κούρ-εος, ὁ, epith. of Apollo, from foreg. 11, SIG927 ([place name] Teos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κούρεος — κούρεος, ὁ (Α) [κούρειον] προσωνυμία τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek
κουρέως — κούρεος masc acc pl (doric) κουρέω̆ς , κουρεύς barber masc gen sg κουρεύς barber masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές … Dictionary of Greek
κουρέων — ἐπικουρέω to be an pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κόρη girl fem gen pl (epic ionic) κούρεος masc gen pl κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic) κουρεύς barber masc gen pl κουρέω̆ν , κουρεύς barber masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)